Αποκριάτικα έθιμα: Παραδοσιακά δρώμενα από όλη την Ελλάδα

Αποκριάτικα έθιμα

Αποκριάτικα έθιμα: Παραδοσιακά δρώμενα από όλη την Ελλάδα

Δρώμενα που έχουν τις ρίζες τους στα διονυσιακά έθιμα, αφιερωμένα στη λατρεία του θεού Απόλλωνα.

Η Αποκριά, αυτή η εορταστική περίοδος που προηγείται της Μεγάλης Σαρακοστής, είναι γεμάτη από χαρά, διασκέδαση και παραδόσεις σε όλη την Ελλάδα. Από την Ηπειρωτική ως την Κρητική Ελλάδα, κάθε περιοχή φέρνει στο προσκήνιο τα δικά της παραδοσιακά έθιμα, δίνοντας μια ξεχωριστή νότα στον εορτασμό. Δείτε μερικά από τα πιο γνωστά αποκριάτικα έθιμα ανά την Ελλάδα παρακάτω.

Το έθιμο της κλοπής της αρκούδας αναβιώνει στο Αγναντερό

Σε όλα τα καραγκουνοχώρια της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσας, κατά τη διάρκεια της Αποκριάς ένα από τα δρώμενα ήταν και είναι και αυτό της αρκούδας και του αρκουδιάρη.

Την Καθαρά Δευτέρα γίνεται αναπαράσταση της κλοπής της αρκούδας στο Αγναντερό.

Πρόκειται για μία πραγματική ιστορία που διαδραματίστηκε στις αρχές του 1900, όταν κάτοικοι του Αγναντερού έκλεψαν μια εκπαιδευμένη αρκούδα με την οποία κάποιοι τσιγγάνοι έκαναν «ιατρικά θαύματα». «Θεραπεύονταν» οι γηραιότεροι που έπασχαν από αρθριτικά, αν τους πάταγε στην πλάτη η αρκούδα!!!

Στο Μεσδάνι ή Αγναντερό, κάθε Καθαρά Δευτέρα αναπαριστούν το κλέψιμο της αρκούδας από τους κουδωνοφόρους χωρικούς, καθώς και τον καραγκούνικο γάμο και πλήθος κόσμου συρρέει στο χωριό τους, για να παρακολουθήσει τα αποκριάτικα αυτά δρώμενα και να διασκεδάσει.

Σημαντικό έθιμο τις Απόκριες είναι και η αναπαράσταση του παραδοσιακού καραγκούνικου γάμου με παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια.

Το πιο χαρακτηριστικό έθιμο όμως, του Αγναντερού, λαμβάνει χώρα την Αποκριά με τη μεταμφίεση των κουδουνάδων. Πρόκειται για άντρες ντυμένους με προβιές και ζωσμένους με μεγάλα κουδούνια που χοροπηδούν για να κάνουν φασαρία. Είναι οργανωμένοι σε ομάδες, πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για κεράσματα και πειράζουν τους διερχόμενους. Η άγρια εμφάνιση και η επιθετικότητα των μεταμφιεσμένων προκαλεί την εντύπωση και τον φόβο των μη μεταμφιεσμένων. Πρόκειται για ένα καθαρά Διονυσιακό έθιμο με καταβολές, οι οποίες χάνονται στα βάθη των αιώνων.

Πρέπει να τονισθεί ότι αυτό το έθιμο στο Αγναντερό αναβιώνει με τρόπο παραδοσιακό, πρωτόγονο, αναλλοίωτο και ανεπηρέαστο από το μοντέρνο ξενόφερτο καρναβάλι με τα σύγχρονα κουστούμια και τις παρελάσεις των αρμάτων, όπως αναφέρεται από τη δημοτική αρχή του δήμου Μουζακίου, όπου ανήκει διοικητικά το δημοτικό διαμέρισμα.

Σέρρες: Το έθιμο του «Μπαμπόγερου» στο Φλάμπουρο

Φοράνε μαύρα ή καφέ δέρματα από αρνιά και κατσίκια που έχουν οι ίδιοι επεξεργαστεί. Ζώνουν στη μέση τους διαφορετικού μεγέθους κουδούνια, άλλα μικρά και άλλα μεγάλα και τοποθετούν με ευλάβεια στο κεφάλι, το πανύψηλο, δίμετρο, μαύρο μυτερό καπέλο, τη λεγόμενη «μπαμπουσάρκα», που είναι στολισμένη με δεκάδες πολύχρωμες κορδέλες, χάντρες και μαντίλες.

Φαίνονται μόνο τα μάτια τους. Η εμφάνισή τους είναι για πολλούς τρομακτική, αλλά ο ρόλος τους είναι καλός και «ιερός». Σκοπός τους να εξαγνίσουν τα σπίτια και το χωριό τους από κάθε κακό. Ο λόγος για τους «Μπαμπόγερους» του Φλάμπουρου, ένα μικρό χωριό της Νιγρίτας Σερρών, γνωστό για τη διατήρηση των εθίμων και των τοπικών παραδόσεων.

Οι «Μπαμπόγεροι», έρχονται από… αρχαιοτάτων χρόνων, «βγαλμένοι» μέσα από διονυσιακά έθιμα, αφιερωμένα στη λατρεία του θεού Απόλλωνα.

«Το έθιμο χάνεται στους αιώνες, αλλά επικρατεί πάντα με την ίδια ένταση», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του χωριού Αβραάμ Τσινάρης.

Όσο για τις επιβλητικές στολές, όπως επεξηγεί, τις φτιάχνουν οι ίδιοι οι «Μπαμπόγεροι» που συμμετέχουν στο δρώμενο.

«Κάποιες οικογένειες έχουν τις στολές τους εδώ και χρόνια και τις συντηρούν, άλλοι πάλι τις φτιάχνουν από την αρχή, από δικά τους ζώα. Το τελετουργικό είναι μοναδικό και διατηρείται αυτούσιο. Όσο για τα καπέλα αυτά φτιάχνονται σχεδόν κάθε χρόνο», αναφέρει ο κ.Τσινάρης.

Οι «Μπαμπόγεροι» είναι κάθε ηλικίας, μικροί και μεγάλοι, από κάθε οικογένεια. Την Κυριακή της Τυρινής το πρωί, αφού πάρουν την ευλογία της μάνας τους θα πάνε στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού, της Αγίας Άννας για να πάρουν τη χάρης της. Σειρά έχουν όλα τα σπίτια του χωριού, ένα προς ένα, για να τα εξαγνίσουν. Κρατούν στα χέρια νταούλια και ζουρνάδες και «παίζουν» το τραγούδι της συγχώρεσης. Ο ήχος είναι ο ίδιος, στο ίδιο μέτρο και τον ίδιο ρυθμό από όλους, όμως η «οχλαγωγία» από τα κουδούνια είναι διαφορετική από τον καθένα.

«Κάποτε τα κουδούνια ήταν δυσεύρετα και πολύ ακριβά. Για να καταφέρουν να τα αποκτήσουν, δούλευαν πολύ καιρό στα χωράφια έτσι ώστε να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειαζόταν», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αναπληρωτής Καθηγητής Παιδαγωγικής – Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης ΠΤΔΕ, Δημήτριος Θ. Ζάχος .

«Τα χρήματα που μάζευαν τα τοποθετούσαν μέσα σε πορτοκάλια που άδειαζαν τη «σάρκα» τους για να γεμίσουν όσα περισσότερα νομίσματα μπορούσαν. Ότι συγκέντρωναν τα έδιναν στην εκκλησία για βοηθήσει με τη σειρά της τις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες, αυτό κάνουν και σήμερα», θα επισημάνει ο Πρόεδρος του τοπικού διαμερίσματος του Φλάμπουρου.

Το έθιμο του «Μπαμπόγερου» στις Σέρρες, ολοκληρώνεται την Καθαρά Δευτέρα, με ένα μεγάλο γλέντι που στήνεται στην πλατεία του χωριού. Οι «Μπαμπόγεροι», θα χορέψουν και θα παίξουν με τα μουσικά τους όργανα, στους δικούς τους ρυθμούς, ενώ ο πολιτιστικούς σύλλογος του χωριού θα προσφέρει σε όλους τους επισκέπτες νηστίσιμα εδέσματα.

Λαμία: Αποκριάτικα έθιμα στη Στερεά Ελλάδα

Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει ο θρύλος του «στοιχειού» που κατεβαίνει από τη συνοικία Χάρμαινα, και τα σκαλιά του Άι Νικόλα μαζί  με  μεταμφιεσμένους.

Σύμφωνα με την παράδοση  το «στοιχειό της Χάρμαινας» προστάτευε τους Ταμπάκηδες, τους βυρσοδέψες, που  βρίσκονταν στη Βρύση νύχτα – μέρα ενώ οι πιο παλιοί διηγούνται πως το στοιχειό  έβγαινε κάθε Σάββατο βράδυ, κατέβαινε από της «Κολοκυθούς το Ρέμα» και τριγύριζε  μουγκρίζοντας και σέρνοντας αλυσίδες.

Νεομαγνησιώτικος γάμος-Λαμία

Στη συνοικία της Νέας Μαγνησίας της Λαμίας, ο Νεομαγνησιώτικος γάμος κάθε Καθαρή Δευτέρα περιγράφει μέσα από κωμικούς διαλόγους, την αρνητική συμπεριφορά των ντόπιων προς τους  Μικρασιάτες και τους μεικτούς γάμους.  Σε κάποιες στιγμές γίνεται αναφορά στη σύγχρονη ζωή ενώ εμπλέκεται και η πολιτική σάτιρα.
Η χρονική περίοδος που περιγράφεται στο σενάριο του Γάμου, είναι η δεύτερη δεκαετία από την Μικρασιατική τραγωδία.

Αλευρομουτζουρώματα στο Γαλαξίδι

Όταν ανοίξει το Τριώδιο οι κάτοικοι του Γαλαξιδίου, κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι παντού. Ένα από τα καθιερωμένα και διαδεδομένα έθιμα τους είναι την Καθαρή Δευτέρα, το άναμμα φωτιών σε πλατείες και δρόμους, με μουσική, φαγητό, χορό και γλέντι.
Την Καθαρά Δευτέρα,  παίζουν  τον φημισμένο «αλευροπόλεμο» με βασικό υλικό φυσικά το αλεύρι. Το έθιμο ορίζεται χρονικά πως ξεκίνησε το 1801 και ενώ η πόλη  βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή, περίμεναν τις Απόκριες για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους, ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άνδρες. Φορούσαν μάσκες ή έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν κάτοικοι κάθε ηλικίας.

Βλάχικος Γάμος στη Θήβα

Κάθε Καθαρά Δευτέρα γίνεται η αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου στη Θήβα ,ένα έθιμο που φθάνει στις ημέρες μας από το 1830. Οι  τσοπάνηδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη άφησαν τον άγριο τόπο τους  και βρήκαν γόνιμο έδαφος νότια. Το θέαμα είναι  μοναδικό, η γαμήλια πομπή χαρούμενη σκορπά άφθονο κέφι με τη συνοδεία υπέροχης παραδοσιακής μουσικής.

«Μπαντίδοι και Γαϊτανάκι»: Το αποκριάτικο έθιμο της Άρτας

θα βγουν «οι Μπαντίδοι» στους δρόμους, θα τραγουδήσουν και θα χορέψουν πλέκοντας, γύρω από το «Γαϊτανάκι». Οι Αρτινοί φέτος τις Απόκριες, θα διασκεδάσουν με μεγαλύτερο κέφι, γιατί τα παραδοσιακά τους έθιμα, που δεν έσβησαν με το χρόνο, απέκτησαν ιδιαίτερη δυναμική. Το περασμένο Αύγουστο το υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε πως το αποκριάτικο δρώμενο «Μπαντίδοι και Γαϊτανάκι» της Άρτας, εγγράφεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Τα έθιμα της παλιάς Άρτας αναβιώνουν από τη δεκαετία του 1980, ο Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτας ο «Σκουφάς», καθώς και άλλοι σύλλογοι της πόλης και των γειτονικών χωριών, βγάζοντας το Γαϊτανάκι και τους Μπαντίδους ξανά στους δρόμους της πόλης, το τριήμερο πριν τη Μεγάλη Αποκριά.

Ο Νίκος Λιόντος, μέλος του ΔΣ στο σύλλογο «Σκουφάς», παραθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όλη την πληροφορία για τα παραδοσιακά αποκριάτικα δρώμενα που διασώθηκαν από γενιά σε γενιά και δίνουν ταυτότητα στην Αποκριά της Άρτας.

Το Αρτινό Καρναβάλι έχει τις ρίζες του στους αρχαίους χρόνους και συνεχίζεται κατά τη βυζαντινή περίοδο, ενώ επί Τουρκοκρατίας, επί Σουλτάνου Μουράτ στη Θεσσαλονίκη το 1448, οι Αρτινοί αποκτούν το προνόμιο να συνεχίσουν να έχουν το δικαίωμα της γιορτής της Αποκριάς και να φοράνε προσωπίδες.

Από τις αρχές του 18ου αιώνα, το Αρτινό Καρναβάλι εμπλουτίζεται με τους Μπαντίδους και τα σατιρικά τους δίστιχα, το Γαϊτανάκι, τον Πανάρετο, τους Γενίτσαρους και τις Νύφες, τις Μπαούτες, τη Γκαμήλα, τις 7 Δυνάμεις και τον Ξυλοπόδαρο, την Αρκούδα και τη Μαϊμού. Επί Γερμανικής κατοχής σταμάτησαν τα αποκριάτικα δρώμενα, στην συνέχεια τηρούνται σταδιακά προσαρμοσμένα στις νέες συνθήκες, χάνονται στη Δικτατορία και επανεμφανίζονται το 1980.

Οι Μπαντίδοι, όπως αναφέρει ο κ. Λιόντος, ήταν ομάδες νεαρών που έβγαιναν στους δρόμους της πόλης σε μπουλούκια, εκμεταλλευόμενοι την άδεια που είχε δώσει ο Σουλτάνος στους Αρτινούς να γιορτάζουν τις Απόκριες.

Προετοιμάζονταν σε σπίτια και έβγαιναν την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς.

Όλα τα σπίτια τις μέρες της Αποκριάς ήταν ανοιχτά και υποδεχόταν τους μασκαράδες (μπουλούκια) με παραδοσιακές πίτες και κρασί.

Σατίριζαν την εξουσία ή επιφανή πρόσωπα τραγουδώντας αυτοσχέδια δίστιχα, πολλές φορές με ερωτικό περιεχόμενο για να εξωτερικεύουν τους καημούς τους. Πήγαιναν και σε σπίτια, όπου οι Αρτινοί αστοί έκαναν γιορτή.

Την Καθαρά Δευτέρα τους συναντάμε κάτω από το τουρκικό φυλάκιο στο κάστρο. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να τους σταματήσουν, γιατί είχαν την άδεια του Σουλτάνου και τους έβριζαν με δίστιχα, βγάζοντας έτσι την οργή του κόσμου για τον κατακτητή.

Τα δίστιχα επινοούσαν με το άνοιγμα του Τριωδίου, ενώ ετοίμαζαν τα ρούχα τους. Συμμετείχαν σχεδόν όλες οι γειτονιές της πόλης, Αγιά Σοφιά, Παρηγορήτισσα, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Γεώργιος, Αγία Θεοδώρα, Παντοκράτορας.

Τα πρώτα χρόνια φορούσαν φουστανέλα, κεφαλόδεσμο, μάλλινο σακάκι, κόκκινο ζωνάρι και μαχαίρι.

Μεταγενέστερα φορούσαν σακάκι μόνο στο ένα χέρι και ζωνάρι με κρόσσια μέχρι το έδαφος. «Μου πάτησες το ζωνάρι!» ήταν η αφορμή για καβγά.

Οι Μπαντίδοι, συνοδεύονται από μουσικές κομπανίες που διασκεδάζουν ακόμη περισσότερο τον κόσμο.

«Τα όργανα βαστάμε να πάμε στην αγορά

οι τούρκοι μας φοβούνται δεν βγάνουνε μιλιά”.

Φέτος θα βγουν στους δρόμους, την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, την Πέμπτη 14 και την Παρασκευή 15 Μαρτίου. Την Παρασκευή στην πλατεία Σκουφά θα ανάψουν φωτιά και θα διασκεδάσουν όλη την νύχτα.

«Γαϊτανάκι»: Το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς

«Αυτούσιο ως τις μέρες μας αναβιώνει το Γαϊτανάκι, ένα από τα αγαπημένα έθιμα της Αποκριάς στην περιοχή της Άρτας. Εναρμονισμένο απόλυτα µε τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο», επισημαίνει ο κ. Λιόντος.

Μαζί με τα Γαϊτανάκια της πόλης της Άρτας, φημισμένα ήταν εξίσου τα Γαϊτανάκια από τα χωριά Ανέζα, Χαλκιάδες, Κωστακιοί, Γραμμενίτσα, Πέτα και Κομπότι, τα οποία συμμετέχουν ανελλιπώς στο έθιμο.

Τα Γαϊτανάκια πλέκονταν το Σαββατοκύριακο της Τυρινής, της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς. Στην Άρτα τα Γαϊτανάκια ξεκινούσαν διέσχιζαν όλο τον κεντρικό δρόμο και τις γειτονιές, µε στάσεις για δρώμενα, παρασύροντας στον χορό τους όλο τον κόσμο. Το κάθε Γαϊτανάκι, συνοδευόταν από τη δική του παραδοσιακή κομπανία και μετά το πέρασμά τους κατέληγαν σε καφενεία συνεχίζοντας τα γλέντια.

Σε κάθε στάση οι χορευτές πλέκουν και ξεπλέκουν τις 12 χρωματιστές κορδέλες που ξεκινούν από το κοντάρι, οι οποίες λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομα στο έθιμο. Οι χορευτές, παλιότερα μόνο άντρες, ήταν ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές και μάσκες. Οι 6 είναι ντυμένοι Γενίτσαροι και οι άλλοι 6 φορούν γυναικεία νυφική φορεσιά. Το πλέξιμο της κορδέλας, γίνεται με κυκλικό χορό ,σε τρεις διαφορετικές μελωδίες, συρτός, τσάμικος και μαλώματα.

«Πιθανόν, ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από τη χαρά στη λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από τη ζωή στον θάνατο και το αντίθετο», λέει ο Νίκος Λιόντος.

Χανιά: Το διονυσιακό έθιμο της Καμήλας

Το διονυσιακό έθιμο της Καμήλας που πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα, αναβιώνει κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα στο χωριό Κάινα του δήμου Αποκορώνου και στην περιοχή Στέρνες Ακρωτηρίου, του δήμου Χανίων.

Στην κατασκευή της καμήλας συμμετέχουν οι παλαιότεροι αλλά και νέοι σε ηλικία κάτοικοι για να μαθαίνουν από τους παλαιότερους τα μυστικά.

Η καμήλα κατασκευάζεται από μία ξύλινη σκάλα, δύο κοφίνια που αποτελούν τις δύο καμπούρες της καμήλας, με πλαστικό πανί που χρησιμοποιείται για τη συλλογή του ελαιοκάρπου και τον σκελετό του κεφαλιού ενός ιπποειδούς .

Στον ουρανίσκο του κεφαλιού τοποθετείται ένα καρούλι για να ανοιγοκλείνει το στόμα του με το τράβηγμα ενός σχοινιού. Στα μάτια τοποθετούνται συνήθως δύο μανταρίνια, ενώ στην καμήλα μπαίνουν έως και τρεις άνθρωποι. Ένας κρατάει το κεφάλι στερεωμένο σ’ ένα ξύλο και οι άλλοι δύο με τη βοήθεια των κοφινιών, σχηματίζουν τις καμπούρες της. Η καμήλα ξεκινάει τη βόλτα της, σε κάθε σημείο του χωριού, για να καταλήξει στην κεντρική πλατεία. Πολλοί ντόπιοι ντύνονται με πρωτότυπες αυτοσχέδιες στολές ακολουθώντας την πορεία της. Οι μεταμφιεσμένοι έχουν κρεμασμένα επάνω τους κουδούνια προβάτων και προβιές ζώων. Το γλέντι συνεχίζεται μέχρι το βράδυ, με τη συνοδεία παραδοσιακών μουσικών κρητικών οργάνων ενώ το σκηνικό συμπληρώνουν οι παραδοσιακοί μεζέδες της Καθαράς Δευτέρας, ντόπιο κρασί και φυσικά άφθονη τσικουδιά.

Την Καθαρά Δευτέρα πολλοί φούρνοι στα Χανιά «ανταγωνίζονται» στην παρασκευή της μεγαλύτερης λαγάνας ενώ όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, οι χαρταετοί υψώνονται στους ουρανούς με τον ανταγωνισμό να είναι έντονος.

Παλαιότερα, οι περισσότεροι αετοί ήταν ιδιοκατασκευές, με χαρτί, αλευρόκολλα, μικρά καλάμια, ζύγι και χάρτινη ουρά, ωστόσο σήμερα οι περισσότεροι επιλέγουν να αγοράσουν έτοιμους χαρταετούς που προμηθεύονται από καταστήματα και πλανόδιους πωλητές.

Όλοι οι δήμοι οργανώνουν εκδηλώσεις για τα Κούλουμα με μουσική και δωρεάν φαγητό για όλους.

Έχουν προηγηθεί οι καρναβαλικές εκδηλώσεις στη Σούδα για τον δήμο Χανίων , την Κίσσαμο, την Παλαιόχωρα και τον Αποκόρωνα.

Ένα παλαιότερο έθιμο που φθίνει χρόνο με τον χρόνο είναι οι επισκέψεις των μασκαράδων σε σπίτια γνωστών και φίλων

Φορώντας συνήθως αυτοσχέδιες στολές νέοι κυρίως , πραγματοποιούσαν επισκέψεις σε σπίτια, ακόμα και σε άγνωστα.

Απαράβατος κανόνας ότι ένας από την παρέα, δεν φορούσε μάσκα για να μπορούν οι οικοδεσπότες ν’ αναγνωρίσουν την παρέα.

Σήμερα, το έθιμο αυτό έχει περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Το έθιμο της «περικεφαλαίας» στην ορεινή Αγιάσο

Το έθιμο της «περικεφαλαίας» αναβιώνουν, στην ορεινή Αγιάσο πρωτεύουσα του Λεσβιακού Καρναβαλιού.

Η πατινάδα στους δρόμους του χωριού ξεκινάει με έναν «αγερμό» (μεγάλη παρέα) από «ιμτσούνις» (μουτσούνες) με επικεφαλής το «Μεγαλέξαντρο». Με τη συνοδεία παραδοσικής μουσικής κομπανίας τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια και τα «φαλλικά τριψίματα» (παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια για τις ερωτικές πράξεις), περνάει τις γειτονιές του χωριού. Ακολουθώντας τη διαδρομή που πέρναγε τέτοια μέρα στο παρελθόν η ανάλογη παρέα από τα παλιά «κουιτούκια» (πρόχειρα στέκια που στήνονταν για τις Αποκριές) θα δώσουν την ευκαιρία στους συμμετέχοντες που δεν κατάγονται από την Αγιάσο να γνωρίσουν άγνωστες γειτονιές του μοναδικής ομορφιάς παραδοσιακού οικισμού.

Σύμφωνα με το έθιμο, τις Κυριακάδες, τις Κυριακές της Κριγιατνής (της Απόκρεω) και της Τυρνής (της Τυροφάγου), τα απογεύματα, πραγματοποιούταν παρελάσεις ομάδων ανδρών μεταμφιεσμένων σε γυναίκες στις γειτονιές του χωριού. Σε κάθε «κουιτούκι» που ήταν πρόχειρα στέκια σε κεντρικά σημεία των γειτονιών που λειτουργούσαν για τις ανάγκες των Αποκριών, συγκεντρώνονταν και οι νέες γυναίκες της γειτονιάς αλλά και άλλος κόσμος από άλλες γειτονιές. Όλοι μαζί παρακολουθούσαν τραγούδια ή ό,τι άλλο παράσταιναν οι συμμετέχοντες στις παρέες των μεταμφιεσμένων ανδρών. ‘Ακουγαν και παλιά παραδοσιακά τραγούδια, τη «Σούσα», τη «Λυγερή», την «Τριανταφυλλένια», την «Απαρνημένη», τη «Μάγισσα» και άλλα.

Ο καλλίφωνος της παρέας ήταν και ο «κορυφαίος» ή «αρχινιστής». Αυτός δηλαδή που άρχιζε, ξεκίναγε το τραγούδι, που το επαναλάμβανε η παρέα. Ήταν ντυμένος με την καλή του φορεσιά. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες φορούσε «βράκα τσοχένια, χασεδένιο άσπρο πουκάμισο, ζουνάρι μπαρμπαρέζικο και φέσι τουνουζλήδικο». Σε κάθε γειτονιάς κουιτούκι τραγουδούσαν.

Κάποια στιγμή, εκεί στα τέλη του 20ου αιώνα με το έθιμο να λέει πως ο κορυφαίος του χορού ήταν βρακοφορεμένος, κάποιος πρωτοτύπησε. Προσέθεσε στη στολή την περικεφαλαία. Ο «αρχινιστής», ντυμένος με την άγνωστη στο νησί φουστανέλα και φορώντας περικεφαλαία, παράσταινε το «Μεγαλέξαντρο».

Ήταν η εποχή της δημιουργίας εθνικής ταυτότητας στα κομμάτια αυτά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέρρεε και όπως είχε πει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ στην πρώτη μετά από πολλά χρόνια αναβίωση του εθίμου, ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Κλεάνθης Κορομηλάς: «Σαν βλέπανε αυτό το παρδαλό τσούρμο να περνά, τους έπιανε δέος και θαυμασμός. Τούτος ο μασκαρεμένος Μεγαλέξαντρος στάθηκε για τους σκλαβωμένους ραγιάδες ένα σύμβολο παλικαριάς, μια παρηγοριά. Οι Τούρκοι κάνανε χάζι τις ‘ιμτσούνις’ και παραξενεύονταν με τις αλλοπρόσαλλες μεταμφιέσεις, χωρίς να πονηρευτούν ποτές πως αυτός ο παλίκαρος σεργιάνιζε στα καλντερίμια το πάθος για τη λευτεριά του λαού, δίνοντας ελπίδες στους σκλάβους κι ανοίγοντας το ρήγμα με παραβολές».

Όλα αυτά στάθηκαν αφορμή να αγαπηθεί η «περικεφαλαία». Έσβησε και χάθηκε οριστικά μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912, γύρω στα 1925 με 1930. Απ’ τους πρώτους «αρχινιστάδες» αναφέρονται οι Θόδωρος Κουκουβάλας, οι αδελφοί Κουτσκουδή, ο Μιχάλης Ευαγγελινός κι αργότερα ο Αριστοφάνης Μολυβιάτης, ο Φάνης Κάναρος, ο Γιάννης Σοφός και άλλοι. Στο μουσείο του Αναγνωστηρίου της Αγιάσου σώζονται και εκτίθενται τρεις από τις παλιές περικεφαλαίες ενώ, η σύγχρονη αποτελεί πιστό αντίγραφο της μιας από τις παλιές περικεφαλαίες.

«Οι περικεφαλαίες, καθώς και οι μουτζουρωμένοι της Καθαράς Δευτέρας, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στο να μεταλαμπαδεύουν από γενιά σε γενιά πανέμορφα παραδοσιακά τραγούδια. Αυτή τη μεταλαμπάδευση του λαϊκού πολιτισμού στις νεότερες γενιές, σώζοντας τον έτσι από τη λήθη, υπηρετεί το Αναγνωστήριο της Αγιάσου. Με την αναβίωση της περικεφαλαίας αυτό κάναμε. Δώσαμε την αφορμή στις σημερινές γενιές να δουλέψουν και να ξαναστήσουν ένα χαμένο έθιμο. Να αποτελέσουν αφορμή να το γνωρίσουν αυτοί που θα το υλοποιήσουν στο μέλλον» λέει ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Κλεάνθης Κορομηλάς.