Σαν Σήμερα – 19 Ιουνίου: Πεθαίνει ο Άγγελος Σικελιανός το 1951

Σαν Σήμερα – 19 Ιουνίου: Πεθαίνει ο Άγγελος Σικελιανός το 1951

Ο Σικελιανός υπήρξε πέντε φορές υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Σαν σήμερα, στις 19 Ιουνίου 1951, η ελληνική λογοτεχνία αποχαιρέτησε έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές της, τον Άγγελο Σικελιανό. Γεννημένος στη Λευκάδα στις 15 Μαρτίου 1884, ο Σικελιανός ξεχώρισε για τον έντονο λυρισμό και τον πλούτο της γλώσσας του, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στον χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων.

Τα πρώτα χρόνια και η είσοδος στη Λογοτεχνία

Ο Σικελιανός γεννήθηκε σε μια μεγάλη οικογένεια ως το έβδομο παιδί του καθηγητή γαλλικών Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση, με καταγωγή από την Κεφαλονιά και τη Βενετία. Μεγάλωσε στη Λευκάδα, όπου και έλαβε τη βασική του εκπαίδευση. Το 1901 μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, αλλά η αγάπη του για τη λογοτεχνία τον οδήγησε να εγκαταλείψει τις σπουδές του, αφιερώνοντας τον εαυτό του στην ποίηση και το θέατρο.

Το 1902 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, Διόνυσος και Παναθήναια, κάνοντας αμέσως αισθητή την παρουσία του στον λογοτεχνικό κόσμο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, “Αλαφροΐσκιωτος” (1909), χαρακτηρίστηκε ως έργο-σταθμός και αναγνωρίστηκε για την πρωτοτυπία και τον πειραματισμό της, σηματοδοτώντας την είσοδό του στην ελληνική ποιητική σκηνή.

Η γνωριμία με την Εύα Πάλμερ και οι εξέχουσες προσωπικότητες

Το 1905 γνώρισε την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, με την οποία παντρεύτηκε το 1907. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και η σχέση τους υπήρξε καθοριστική για την πορεία του Σικελιανού. Μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Γλαύκο, και δημιούργησαν έναν πνευματικό κύκλο που περιλάμβανε σημαντικές μορφές της εποχής όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Νίκος Καζαντζάκης.

Η εξοχική κατοικία τους στη Συκιά Κορινθίας, που ήταν δική τους κατασκευή, συνδύαζε αρχιτεκτονικά στοιχεία από την αρχαία Ελλάδα, τη βυζαντινή και την ενετική τέχνη. Αυτό το σπίτι έγινε κέντρο συνάντησης για εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης.

Ακολουθώντας μια περίοδο έντονης πνευματικής αναζήτησης, ο Σικελιανός εξέδωσε την τετραλογία “Πρόλογος στη Ζωή” (1915-1917), στην οποία ανέπτυξε την προσωπική του φιλοσοφική και ποιητική οπτική. Η γραφή του χαρακτηριζόταν από ελευθερία και πειραματισμό στη μορφή, κάτι που διατήρησε σε όλη του τη ζωή.

Η Δελφική Ιδέα και οι Δελφικές Εορτές

Ο Σικελιανός επηρεάστηκε βαθιά από την αρχαιοελληνική παράδοση και οραματίστηκε τους Δελφούς ως παγκόσμιο κέντρο πνευματικής αναγέννησης. Η ιδέα του αυτή οδήγησε στη διοργάνωση των “Δελφικών Εορτών” το 1927 και το 1930, όπου ανέβηκαν αρχαία δράματα στο θέατρο των Δελφών. Παρά την πολιτιστική τους επιτυχία, οι εορτές απέτυχαν οικονομικά και οδήγησαν στη διάλυση του γάμου του με την Πάλμερ, η οποία επέστρεψε στις ΗΠΑ.

Η Πνευματική Αντίσταση και η Τελευταία Περίοδος

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Σικελιανός στάθηκε σύμβολο πνευματικής αντίστασης. Στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943, εκφώνησε έναν λόγο που ενέπνευσε το καταπιεσμένο ελληνικό πνεύμα. Η συνεισφορά του στον αγώνα των Ελλήνων λογίων αναγνωρίστηκε με την εκλογή του ως προέδρου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών το 1943-1945.

Ο Σικελιανός υπήρξε πέντε φορές υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, αν και ποτέ δεν το έλαβε. Παρά την αναγνώριση από σημαντικές προσωπικότητες της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας, το βραβείο τελικά δεν απονεμήθηκε στον ίδιο.

Ο Θάνατος του Ποιητή

Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε στις 19 Ιουνίου 1951, σε ηλικία 67 ετών, μετά από πολυήμερη νοσηλεία. Η απώλειά του ήταν μεγάλη για την ελληνική λογοτεχνία, καθώς ο Σικελιανός είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ποίηση και τη διανόηση του 20ού αιώνα. Η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή, συνεχίζοντας να εμπνέει και να διδάσκει.

Ο Σικελιανός άφησε πίσω του ένα έργο γεμάτο λυρισμό, πνευματική αναζήτηση και βαθιά αγάπη για την Ελλάδα και την ανθρωπότητα. Η συνεισφορά του στη νεοελληνική λογοτεχνία τον καθιστά έναν από τους σημαντικότερους ποιητές του περασμένου αιώνα, και η μνήμη του συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στον δρόμο της ελληνικής ποίησης και σκέψης.

Άγγελος Σικελιανός: 5 ποιήματα του σπουδαίου ποιητή

Ζευγάρια

Κάτου ζευγάρια ἀλάτρευαν
τ᾿ ἄτια τ᾿ ἀνεμόποδα,
στ᾿ ἁλώνι ἀπὸ τὸ πέταλο
καὶ τὸ στουρνάρι εὐώδα,
σπιθοβολώντας ἔλαμπαν,
οἱ ἀθημωνιὲς ἐβάραιναν,
νὰ ξαναμποῦνε πάλευαν
στοὺς σβώλους τὰ σκουλήκια.
Ἀνακοχλάαν στὶς ἐλιὲς
μιὰ βράση τὰ τζιτζίκια,
τὸ λυγερὸν ἀγέρι
ἐσήμαινε αἰθερόηχον,
ψηλὰ τὸ μεσημέρι,
στὶς λαγκαδιὲς ἐσειόντανε
σὰν ποταμὸς ἡ φτέρη.

Ὄχι δὲν εἶναι χίμαιρα

Ὄχι, δὲν εἶναι χίμαιρα
νὰ καβαλᾶμε τὸ ὄνειρο
τὴ θείαν ἐτούτη μέρα
ποῦ ὅλα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα,
κι ἐμεῖς κι οἱ ἥρωες καὶ οἱ θεοὶ
στὴν ἴδια ὁρμᾶμε μέσα αἰώνια σφαίρα

Θαλερό

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη –
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·

βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,

σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι…

Στὸ σύρμα, μὲς στὸ γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·

σκυφτό, τὴ γῆς μυρίζοντας, καὶ τὸ λιγνὸ λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·

καὶ κάτου ἀπ᾿ τὴν κληματαριὰ τὴν ἄγουρη μ᾿ ἐπρόσμενε,
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη.

Ἐκεῖ κερήθρα μὄφερε, ψωμὶ σταρένιο, κρύο νερὸ
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·

ποὺ ἡ ὄψη της, σὰν τῆς βραδιᾶς τὸ λάμπο, ἔδειχνε διάφωτη
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·

ποὺ ὀμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο σὲ δυὸ πλεξοῦδες τὰ μαλλιὰ
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώσει.

Λαχανιασμένος στάθη ἐκεῖ κι ὁ σκύλος π᾿ ἀγανάχτησε
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·

ἐκεῖ τ᾿ ἀηδόνια ὡς ἄκουγα, τριγύρα μου, καὶ τοὺς καρποὺς
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο.

Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.

Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθε
καὶ διάφανο τὸ χῶμα
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.

Ἐκεῖ μοῦ ἀνοῖξαν τὸ παλιὸ κρασί, ποὺ πλέριο εὐώδισε
μὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,
σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρη
νύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα…

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἐκεῖ ἡ καρδιά μου δέχτηκε
ν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκι
πὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰ
στὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι.

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, B´, Ἴκαρος 1968)

Γιατί βαθιά μου δόξασα

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…

Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…

(από τον Λυρικό Bίο, B΄, Ίκαρος 1966)

Ηχήστε οι σάλπιγγες (απόσπασμα)

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ώς πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ώς το Πήλιο κι ώς την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ώς τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ώς τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!

Διαβάστε επίσης:

Ζωρζ Σαρή: Η αγωνίστρια συγγραφέας με την παιδική ψυχή που μας κρατούσε συντροφιά τα καλοκαίρια

Κατάληψη Νομικής 1973: Η πρώτη μεγάλη φοιτητική εξέγερση που άνοιξε το δρόμο για το Πολυτεχνείο

Όταν η 17χρονη Ηρώ εκτελέστηκε από τους Ναζί με 17 σφαίρες, όσα τα χρόνια της

Ροή Ειδήσεων